- μύδρος
- ο1. βλήμα πυροβόλων παλιού τύπου.2. κομμάτι μάγματος που βγαίνει σε έκρηξη ηφαιστείου: Από το ηφαίστειο πετάγονταν μύδροι.3. μτφ., κατηγορία ή επιθετική κριτική: Εκτόξευσε μύδρους κατά των πολιτικών του αντιπάλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.