μύδρος

μύδρος
ο
1. βλήμα πυροβόλων παλιού τύπου.
2. κομμάτι μάγματος που βγαίνει σε έκρηξη ηφαιστείου: Από το ηφαίστειο πετάγονταν μύδροι.
3. μτφ., κατηγορία ή επιθετική κριτική: Εκτόξευσε μύδρους κατά των πολιτικών του αντιπάλων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μύδρος — anvil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… …   Dictionary of Greek

  • μύδροι — μύδρος anvil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδροις — μύδρος anvil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδροισιν — μύδρος anvil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρον — μύδρος anvil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρου — μύδρος anvil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρους — μύδρος anvil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρων — μύδρος anvil masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδρῳ — μύδρος anvil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”